- επιγεννώ
- ἐπιγεννώ, -άω (Α)γεννώ κατόπιν ύστερα από κάποιον ή κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek
επιγέννημα — το (AM ἐπιγέννημα) [επιγεννώ] 1. αυτό που γίνεται ή αναπτύσσεται επάνω σε κάτι 2. αυτό που γίνεται μετά από κάτι («τὸ δὲ ᾠὸν ἐπιγέννημα εἶναι... μετὰ τροφὴν και πέψιν», Πλούτ.) αρχ. 1. το επίχρισμα τής γλώσσας 2. μεταγενέστερο σύμπτωμα νόσου 3.… … Dictionary of Greek
επιγεννητός — ἐπιγεννητός, ή, όν και επιγέννητος, ον (AM) [επιγεννώ] υστερογενής αρχ. αυτός που δημιουργείται, σχηματίζεται επάνω σε κάτι άλλο («ἐπιγεννητὴ ύδροκήλη») … Dictionary of Greek
προσεπιγεννώ — άω, Α [ἐπιγεννῶ] γεννώ, παράγω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek